- ύστατος
- -η, -ο / ὕστατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ(με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ' oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη(ενν. ἡμέρα) η τελευταία μέρα3. (το ουδ. στον εν. και πληθ. ως επίρρ.) υστατον και ὕσταταεσχάτως, τελευταία τελευταία4. φρ. α) «ἐν ὑστάτοις» — επιτέλους (Πλάτ.)β) «εἰς τὸ ὕστατον» — στον έσχατο βαθμό, υπερβολικά (Λουκιαν.).επίρρ...ὑστάτως ΜΑεσχάτως.[ΕΤΥΜΟΛ. Το υπερθετικό ὕστατος (για ετυμολ. βλ. λ. ύστερος) αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. uttama-, εμφανίζει, όμως, κατάλ. -τος (αντί τού IE *-mo) αναλογικά προς τα: δέκα-τος, ἔσχα-τος (για τη χρησιμοποίηση τής κατάλ. -τος στον σχηματισμό επιθ. υπερθετικού βαθμού βλ. λ. -τος)].
Dictionary of Greek. 2013.